- φερμάρω
- (λ. ιταλ.), φερμάρισα και φέρμαρα1. παρατηρώ κάτι με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σταθερά σε κάτι ή σε κάποιον, το(ν) ατενίζω.2. ενεδρεύω, καραδοκώ, παραφυλάω: Τον φερμάρανε στο σταυροδρόμι και τον ληστέψανε.3. κάνω να σταματήσει κάτι που κινείται, ιδίως όχημα, το ακινητοποιώ με το φρένο, το στοπάρω.4. η προστακτική, φέρμα!, παράγγελμα σε οδηγό τροχοφόρου να φρενάρει, αλτ!, στοπ!, κράτει!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.