φερμάρω

φερμάρω
(λ. ιταλ.), φερμάρισα και φέρμαρα
1. παρατηρώ κάτι με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σταθερά σε κάτι ή σε κάποιον, το(ν) ατενίζω.
2. ενεδρεύω, καραδοκώ, παραφυλάω: Τον φερμάρανε στο σταυροδρόμι και τον ληστέψανε.
3. κάνω να σταματήσει κάτι που κινείται, ιδίως όχημα, το ακινητοποιώ με το φρένο, το στοπάρω.
4. η προστακτική, φέρμα!, παράγγελμα σε οδηγό τροχοφόρου να φρενάρει, αλτ!, στοπ!, κράτει!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φερμάρω — Ν 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ 2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω 3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ 4. (το β εν. προστ.) φέρμα (ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ! [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ,… …   Dictionary of Greek

  • φέρμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Ιωάννου. * * * (I) Ν (β εν. πρόσ. προστ.) βλ. φερμάρω. (II) το, ΝΑ [φέρω] 1. ο καρπός τής κοιλιάς, το έμβρυο 2. ο καρπός τής γης …   Dictionary of Greek

  • φερμάρισμα — το, Ν [φερμάρω] 1. προσήλωση τού βλέμματος πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, ιχνηλασία 2. φρενάρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”